- λεοντόχλαινος
- λεοντό-χλαινος, ον,A clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντόχλαινος — λεοντόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
λεοντόχλαινε — λεοντόχλαινος clad in a lion s skin masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
ԱՌԻՒԾԵՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0305 Chronological Sequence: 7c, 12c, 14c գ. Մորթ առիւծու. ... *Էշ արկեալ էր զիւրեաւ առիւծենի. հողմ սաստիկ հնչեաց, եւ մերկացաւ զնա յառիւծենւոյն. Ոսկիփոր.: *Էշ առիւծենեաւ կեղծաւորեալ. Արշ.: *Կեղծաւորեալ ընդ առիւծենեաւն զիս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)